ὁμοιογενής — akin masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που είναι του ίδιου γένους ή είδους με άλλους (αντίθ. ανομοιογενής, ετερογενής):Το χωριό κατοικείται από ομοιογενή στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοιογενῆ — ὁμοιογενής akin neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοιογενής akin masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοιογενής akin masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιογενεῖ — ὁμοιογενής akin masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὁμοιογενής akin masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιογενεῖς — ὁμοιογενής akin masc/fem acc pl ὁμοιογενής akin masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιογενές — ὁμοιογενής akin masc/fem voc sg ὁμοιογενής akin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιογενοῦς — ὁμοιογενής akin masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιογενέσι — ὁμοιογενής akin masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιογενέσιν — ὁμοιογενής akin masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιογενῶν — ὁμοιογενής akin masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)